- εμπληττω
- ἐμπλήττωатт. = ἐμπλήσσω См. εμπλησσω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εμπλήσσω — ἐμπλήσσω και αττ. τ. ἐμπλήττω (Α) 1. πέφτω επάνω («ἐκ νηῶν καὶ τάφρων ἐμπλήξωμεν ὀρυκτῇ», Ιλ.) 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω («οἱ δέ μιν ἄμφω μυκηθμῷ κρατεροῑσιν ἐνέπληξαν», Απολ. Ρόδ.) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐμπεπληγμένος άφωνος, άλαλος … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek